- πολυκατάρατος
- -η, -ο, Ναυτός που τόν έχουν καταραστεί με βαριές κατάρες, ο πολύ καταραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κατάρατος (< καταρώμαι), πρβλ. τρισ-κατάρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χ. Δ. Μεγδάνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek